Η πρόσφατη Διάταξη υπ' αριθμ. 23059 της 26ης Αυγούστου 2024 του Αρείου Πάγου αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προόδου στην αποσαφήνιση των κανόνων που αφορούν την ακυρότητα της εισαγωγικής αγωγής στην εργατική δίκη. Η απόφαση αυτή προσφέρει τροφή για σκέψη τόσο στους νομικούς όσο και στις εταιρείες που εμπλέκονται σε εργατικές διαφορές, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ορθής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών και των νομικών λόγων.
Το κεντρικό ζήτημα που αντιμετώπισε ο Άρειος Πάγος αφορά την παράλειψη έκθεσης των πραγματικών στοιχείων και των νομικών λόγων επί των οποίων βασίζεται το αίτημα στην εισαγωγική αγωγή. Ο Άρειος Πάγος, επικαλούμενος το άρθρο 414 αριθ. 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κρίνει ότι η παράλειψη αυτή συνιστά λόγο ακυρότητας της ίδιας της αγωγής. Ειδικότερα, εάν ο πρωτοβάθμιος δικαστής δεν διαπιστώσει αυτή την ακυρότητα, αυτή είναι δυνατόν να μετατραπεί σε λόγους έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 161, παράγραφος 1, του ΚΠολΔ.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου ανέδειξε πώς η παράλειψη παράθεσης των πραγματικών περιστατικών μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτο της έφεσης. Πράγματι, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απουσία ορθής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών στην αγωγή του πρώτου και του δεύτερου βαθμού δεν καθιστά μόνο απαράδεκτη την έφεση, αλλά υποδεικνύει και ακυρότητα της ίδιας της εισαγωγικής αγωγής. Αυτή η πτυχή είναι κρίσιμη, καθώς συνεπάγεται ότι ο εναγόμενος έχει την υποχρέωση να προσβάλει όχι μόνο την απόφαση, αλλά και την εγκυρότητα του δικογράφου, εάν ο πρωτοβάθμιος δικαστής δεν το έχει αντιληφθεί.
Ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 414, αριθ. 4, ΚΠολΔ - Παράλειψη διαπίστωσης από τον πρωτοβάθμιο δικαστή - Συνέπειες - Μετατροπή σε λόγο έφεσης.
Συμπερασματικά, η Διάταξη υπ' αριθμ. 23059 του Αρείου Πάγου αποτελεί μια σημαντική υπενθύμιση για δικηγόρους και διαδίκους που εμπλέκονται σε εργατικές διαδικασίες. Η ορθή έκθεση των πραγματικών στοιχείων και των νομικών λόγων δεν είναι απλώς ένα τυπικό ζήτημα, αλλά έχει άμεσες συνέπειες στην παραδεκτότητα της αγωγής και στη δυνατότητα άσκησης έφεσης. Είναι, επομένως, θεμελιώδες οι διάδικοι να έχουν αρμόδια νομική συνδρομή, ώστε να διασφαλιστεί ότι κάθε λεπτομέρεια εξετάζεται επαρκώς, αποφεύγοντας έτσι δυσάρεστες εκπλήξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.