Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, αρ. 24255 της 14ης Φεβρουαρίου 2024, δίνει έμφαση σε κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ευθύνη των διαχειριστών εταιρειών σε θέματα πτώχευσης και φορολογικών παραβάσεων. Συγκεκριμένα, η υπόθεση του Α.Α. υπογραμμίζει πώς οι παράνομες συμπεριφορές μπορούν να διασταυρωθούν, καθιστώντας απαραίτητη τη σαφή διάκριση μεταξύ των διαφόρων εγκλημάτων. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την καταδίκη σε ένα έτος φυλάκισης για τον αναιρεσείοντα, πρώην πραγματικό διαχειριστή της Eco Energy Srl, για φορολογικά εγκλήματα και δόλια πτώχευση.
Ο αναιρεσείων αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της ποινής λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων από το Εφετείο. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε την αίτηση απαράδεκτη, επισημαίνοντας ότι η απόσβεση ενός εγκλήματος για έναν συγκατηγορούμενο δεν έχει ευνοϊκές επιπτώσεις για τον μη εμπλεκόμενο σε αυτή τη διαδικασία δράστη. Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο, καθώς διευκρινίζει τη μη αναδρομικότητα των αποφάσεων σε άλλους κατηγορουμένους.Η Δικαιοσύνη επανέλαβε την αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει σχέση ειδικότητας μεταξύ του εγκλήματος της δόλιας πτώχευσης που αφορά την τεκμηρίωση και εκείνου της απόκρυψης λογιστικών εγγράφων.
Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά τους λόγους που προέβαλε ο αναιρεσείων, με ιδιαίτερη αναφορά στο αίτημα να απορροφηθεί το έγκλημα του άρθρου 10 του Ν.Δ. 74/2000 στο έγκλημα της δόλιας πτώχευσης. Ωστόσο, έκρινε ότι τα δύο εγκλήματα δεν επικαλύπτονται, καθώς διαφέρουν ως προς το αντικείμενο και τον σκοπό τους. Συγκεκριμένα, το έγκλημα της πτώχευσης αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των πιστωτών, ενώ το φορολογικό εστιάζει στη φοροδιαφυγή.
Η απόφαση αρ. 24255 του 2024 του Αρείου Πάγου αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για τη νομολογία σε θέματα πτώχευσης και φορολογικών εγκλημάτων. Διευκρινίζει ότι η ποινική ευθύνη είναι προσωπική και δεν μπορεί να ανατεθεί, επαναλαμβάνοντας τη σημασία της εποπτείας από τους διαχειριστές στις εταιρικές πρακτικές. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι οι παράνομες συμπεριφορές φορολογικής και πτωχευτικής φύσης πρέπει να αντιμετωπίζονται με την δέουσα αυστηρότητα για να διασφαλιστεί η προστασία των δημοσίων συμφερόντων και των πιστωτών.