Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου υπ' αριθμ. 49984 της 16ης Νοεμβρίου 2023, που κατατέθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2023, ασχολείται με μια κρίσιμη πτυχή του ποινικού δικαίου: την παραδεκτή άσκηση ποινικών διώξεων παρουσία καθυστερημένης έγκλησης. Συγκεκριμένα, η απόφαση διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο δικαστής του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να ανατρέψει μια απόφαση περί μη εκκίνησης διαδικασίας χωρίς να υποχρεούται σε επανάληψη της αποδεικτικής διαδικασίας.
Η υπόθεση αφορούσε τον κατηγορούμενο C. B. και μια έγκληση για υπεξαίρεση. Το Εφετείο του Τορίνο, με την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2023, είχε κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη λόγω καθυστερημένης υποβολής της έγκλησης. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο δικαστής του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά την ανατροπή αυτής της απόφασης, δεν υποχρεούταν να επαναλάβει την αποδεικτική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι η ανατροπή της απόφασης δεν οφειλόταν σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων.
Απόφαση περί απαράδεκτης άσκησης ποινικής δίωξης λόγω καθυστερημένης έγκλησης - Ανατροπή σε δεύτερο βαθμό - Υποχρέωση επανάληψης της μαρτυρικής απόδειξης - Αποκλεισμός - Προϋποθέσεις. Ο δικαστής του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος ανατρέπει την απόφαση περί μη εκκίνησης διαδικασίας λόγω καθυστερημένης έγκλησης, δεν υποχρεούται στην επανάληψη της αποδεικτικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 603, παράγραφος 3-β, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην περίπτωση που η ανατροπή της πρωτοβάθμιας απόφασης δεν προκύπτει από διαφορετική αξιολόγηση των μαρτυρικών αποδείξεων, αλλά οφείλεται σε νομικό σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστή σχετικά με την ύπαρξη της προϋπόθεσης παραδεκτής άσκησης της δίωξης. (Περίπτωση αφορώσα υπεξαίρεση, επιβαρυμένη σύμφωνα με το άρθρο 61, αριθ. 11, του Κώδικα Ποινικών Νόμων).
Η συνοπτική περίληψη αναδεικνύει μια αρχή μεγάλης σημασίας: ο δικαστής του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν υποχρεούται να επαναλάβει την αποδεικτική διαδικασία εάν η ανατροπή της πρωτοβάθμιας απόφασης οφείλεται σε νομικό σφάλμα, αντί για διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων. Αυτή η διάκριση είναι θεμελιώδης για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της ποινικής διαδικασίας και την αποφυγή αδικαιολόγητων καθυστερήσεων.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει τη σημασία της κατάλληλης αξιολόγησης των προϋποθέσεων παραδεκτής άσκησης της δίωξης και διευκρινίζει τις εξουσίες του δικαστή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε περίπτωση ανατροπής πρωτοβάθμιων αποφάσεων. Οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης εκτείνονται επίσης στην δικαστική πρακτική και στη διαχείριση των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων μερών. Συγκεκριμένα, η αρχή που καθορίστηκε από τον Άρειο Πάγο θα μπορούσε να επηρεάσει μελλοντικές αποφάσεις σε παρόμοιες περιπτώσεις, προωθώντας μεγαλύτερη ομοιομορφία και βεβαιότητα στο ποινικό δίκαιο.
Συμπερασματικά, η απόφαση υπ' αριθμ. 49984/2023 αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στην κατανόηση των διαδικαστικών δυναμικών που σχετίζονται με την καθυστερημένη υποβολή έγκλησης, προσφέροντας τροφή για σκέψη σε δικηγόρους και επαγγελματίες του δικαίου.