Η απόφαση υπ' αριθ. 25824/2024 του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε από το Δεύτερο Ποινικό Τμήμα, προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία για προβληματισμό σχετικά με τα αδικήματα του ξεπλύματος χρήματος και του αυτο-ξεπλύματος χρήματος. Στην υπόθεση που εξετάστηκε, πρωταγωνιστής ήταν ο Α.Α., καταδικασθείς για εγκληματική οργάνωση και αυτο-ξέπλυμα χρήματος, ο οποίος άσκησε έφεση αμφισβητώντας διάφορες διαδικαστικές και ουσιαστικές πτυχές της απόφασης εφετείου.
Ένα από τα κεντρικά σημεία της έφεσης αφορά την παράβαση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 415 bis του ΚΠΔ, με την υπεράσπιση να υποστηρίζει ότι η συμπλήρωση της κατηγορίας θα έπρεπε να είχε προηγηθεί νέα ειδοποίηση. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η συγκεκριμένη διαδικαστική επιλογή δεν έθιξε το δικαίωμα άμυνας, τονίζοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη επίγνωση των πράξεων που του αποδίδονταν.
Η διατύπωση του αιτήματος για εναλλακτική διαδικασία συνεπάγεται την οριστικοποίηση της κατηγορίας, αποδεικνύοντας την αποδοχή από τον κατηγορούμενο.
Ο Άρειος Πάγος ασχολήθηκε επίσης με το ζήτημα της απόδειξης του προηγούμενου αδικήματος, μια κρίσιμη πτυχή στο έγκλημα του αυτο-ξεπλύματος χρήματος. Παρατηρήθηκε ότι, αν και υπάρχουν διαφορετικές νομολογιακές τάσεις, στην συγκεκριμένη περίπτωση είχαν προσδιοριστεί λεπτομερώς οι υπεξαιρέσεις που συνιστούσαν το προηγούμενο αδίκημα. Αυτή η πτυχή καταδεικνύει τη σημασία του σαφούς προσδιορισμού του αρχικού αδικήματος για τη συγκρότηση του εγκλήματος του αυτο-ξεπλύματος χρήματος.
Ένας επιπλέον λόγος αμφισβήτησης αφορούσε την αξιολόγηση της υποτροπής. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν εύλογη, λαμβάνοντας υπόψη τα ποινικά μητρώα του κατηγορουμένου και τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πώς ο Άρειος Πάγος δικαιολόγησε την απόρριψη των αιτημάτων για μείωση της ποινής, τονίζοντας τη σοβαρότητα των ποινικών μητρώων.
Η απόφαση υπ' αριθ. 25824/2024 του Αρείου Πάγου παρουσιάζεται ως ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση των εγκλημάτων του ξεπλύματος χρήματος και του αυτο-ξεπλύματος χρήματος. Τονίζει τη σημασία της διαδικαστικής σαφήνειας και της απόδειξης του προηγούμενου αδικήματος, καθώς και την επάρκεια της αξιολόγησης της υποτροπής. Αυτή η απόφαση μας καλεί να προβληματιστούμε σχετικά με την ανάγκη διασφάλισης μιας δίκαιης και διαφανούς διαδικασίας, σεβόμενοι τα δικαιώματα άμυνας και την ισχύουσα νομοθεσία.