Η αρχή της απαγόρευσης του "bis in idem" είναι θεμελιώδης στο ιταλικό νομικό σύστημα, ιδίως στον ποινικό τομέα. Η πρόσφατη απόφαση υπ' αριθμ. 39498 της 7ης Ιουνίου 2023, που εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο, προσφέρει σημαντικές διευκρινίσεις σχετικά με αυτήν την αρχή, τονίζοντας τη σχέση μεταξύ ενός διατάγματος αρχειοθέτησης και μιας μεταγενέστερης ποινικής καταδικαστικής απόφασης.
Η απαγόρευση του "bis in idem" εμποδίζει ένα άτομο να δικαστεί για την ίδια υπόθεση δύο φορές. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση υποδηλώνει ότι ένα διάταγμα αρχειοθέτησης, που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 131-bis του Ποινικού Κώδικα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα καταδίκης για την ίδια υπόθεση σε μεταγενέστερο χρόνο. Αυτή η πτυχή είναι σημαντική διότι διευκρινίζει ότι, παρόλο που η αρχειοθέτηση μπορεί να φαίνεται ως κλείσιμο της υπόθεσης, δεν έχει προαπαιτούμενα αποτελέσματα σε μελλοντικές ποινικές διαδικασίες.
NE BIS IN IDEM - Καταδικαστική απόφαση ή ποινικό διάταγμα - Προηγούμενο διάταγμα αρχειοθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 131-bis του Ποινικού Κώδικα - Προαπαιτούμενο - Αποκλεισμός - Λόγοι. Όσον αφορά την απαγόρευση του "bis in idem", η έκδοση καταδικαστικής απόφασης ή ποινικού διατάγματος δεν εμποδίζεται από την ύπαρξη, για την ίδια υπόθεση, προηγούμενου διατάγματος αρχειοθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 131-bis του Ποινικού Κώδικα, καθώς το τελευταίο δεν είναι διάταγμα που μπορεί να εκτελεστεί ή να αποκτήσει αμετάκλητο.
Στην εν λόγω απόφαση, ο κατηγορούμενος M. F. P. είχε υποβληθεί σε διάταγμα αρχειοθέτησης για ένα συγκεκριμένο γεγονός. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι αυτό το διάταγμα δεν εμπόδιζε μεταγενέστερη ποινική διαδικασία που οδήγησε σε καταδίκη. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ένα νομικό πλαίσιο όπου η αρχή του "ne bis in idem" επικαλείται συχνά για την αποφυγή διπλοεμφανίσεων δικών. Ο Άρειος Πάγος αναφέρθηκε σε προηγούμενες νομολογίες, τονίζοντας τη συνέπεια στην ερμηνεία του.
Οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης είναι πολλαπλές. Πρώτον, διευκρινίζει ότι η αρχειοθέτηση δεν ισοδυναμεί με απόφαση μη ενοχής, αλλά μάλλον με απόφαση μη διεξαγωγής διαδικασίας λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων. Επιπλέον, η αρχή του "ne bis in idem" δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία της δικαιοσύνης, αποτρέποντας την ατιμωρησία σοβαρών πράξεων.
Συμπερασματικά, η απόφαση υπ' αριθμ. 39498/2023 αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα στον καθορισμό της αρχής του "ne bis in idem" στο ιταλικό ποινικό δίκαιο. Τονίζει τη σημασία μιας ευέλικτης και προσαρμοσμένης στις περιστάσεις ερμηνείας των κανόνων, διασφαλίζοντας έτσι μια ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος στην υπεράσπιση και του συμφέροντος της κοινωνίας στην τιμωρία των εγκλημάτων. Οι νομικοί φορείς, καθώς και οι πολίτες, θα πρέπει να δώσουν προσοχή σε αυτές τις νομολογικές εξελίξεις για να κατανοήσουν καλύτερα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος.