Η πρόσφατη Απόφαση υπ' αριθμ. 27103 της 2ας Μαΐου 2024, που κατατέθηκε στις 9 Ιουλίου 2024, έχει προκαλέσει σημαντικό ενδιαφέρον στον τομέα του ποινικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις δικονομικές εγγυήσεις των υπόπτων που δεν γνωρίζουν την ιταλική γλώσσα. Αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου (Corte di Cassazione) αντιμετωπίζει ένα κρίσιμο θέμα: τις συνέπειες της μη μετάφρασης μιας διάταξης απόρριψης του αιτήματος επανεξέτασης για έναν αλλοδαπό ύποπτο.
Το Δικαστήριο ακύρωσε χωρίς παραπομπή μια διάταξη του Δικαστηρίου Ελευθερίας του Μπάρι (Tribunale della Libertà di Bari), τονίζοντας ότι η μη μετάφραση της διάταξης απόρριψης δεν καθιστά την ίδια τη διάταξη άκυρη. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι προθεσμίες για την άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο (ricorso per cassazione) αρχίζουν μόνο από τη στιγμή που ο ύποπτος έχει πραγματική γνώση του περιεχομένου της διάταξης. Αυτή η απόφαση βασίζεται σε προσεκτική ανάγνωση των άρθρων 143 και 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Codice di Procedura Penale) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως του άρθρου 6, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Αλλοδαπός ύποπτος που δεν γνωρίζει την ιταλική γλώσσα - Μη μετάφραση της διάταξης απόρριψης του αιτήματος επανεξέτασης - Συνέπειες - Λόγοι. Η μη μετάφραση σε γλώσσα γνωστή στον αλλοδαπό ύποπτο, ο οποίος δεν γνωρίζει την ιταλική γλώσσα, της διάταξης απόρριψης του αιτήματος επανεξέτασης κατά διατάγματος εφαρμογής προσωπικού προσωρινού μέτρου δεν καθιστά την εν λόγω διάταξη άκυρη, αλλά συνεπάγεται αποκλειστικά ότι οι προθεσμίες για την άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο αρχίζουν από τη στιγμή που ο προαναφερθείς έχει πραγματική γνώση του περιεχομένου της διάταξης. (Στην αιτιολογία, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη δεν περιλαμβάνεται σε εκείνες που πρέπει απαραιτήτως να μεταφραστούν σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 2, του ΚΠΔ, ούτε σε εκείνες που είναι ουσιώδεις για τη γνώση των κατηγοριών σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 3, του ΚΠΔ).
Αυτή η απόφαση έχει σημαντικές συνέπειες για το ιταλικό ποινικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, τονίζεται η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι ύποπτοι, ιδίως εκείνοι αλλοδαπής καταγωγής, μπορούν να έχουν πρόσβαση σε σαφείς πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους και τις κατηγορίες εναντίον τους. Παρόλο που το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη μετάφραση δεν συνεπάγεται αυτόματη ακυρότητα, είναι θεμελιώδες οι δικηγόροι και οι νομικές αρχές να αναλάβουν δράση για να διασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα των υπόπτων γίνονται πάντα σεβαστά.
Συμπερασματικά, η Απόφαση υπ' αριθμ. 27103/2024 αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων που δεν μιλούν ιταλικά. Υπογραμμίζει τη σημασία της πραγματικής γνώσης των νομικών διαταγμάτων και καλεί σε προβληματισμό σχετικά με το πώς να διασφαλιστεί μια δίκαιη δίκη για όλους, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που ομιλούν. Είναι απαραίτητο το νομικό σύστημα να συνεχίσει να εξελίσσεται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας ολοένα και πιο πολυπολιτισμικής κοινωνίας.