Η πρόσφατη διάταξη υπ' αριθμ. 10985 της 23ης Απριλίου 2024, που εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο, προσφέρει σημαντικές διευκρινίσεις σχετικά με την κατοικία που έχει οριστεί και τους τρόπους επίδοσης στη φορολογική διαδικασία. Συγκεκριμένα, η απόφαση τονίζει τις ευθύνες των μερών σχετικά με την κοινοποίηση των μεταβολών της κατοικίας, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ορθής τήρησης των διαδικασιών για την αποφυγή προβλημάτων στη διαφορά.
Η διάταξη εξετάζει το θέμα της κατοικίας που έχει οριστεί, διευκρινίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος υπ' αριθμ. 546 του 1992, βαρύνει το μέρος η υποχρέωση να κοινοποιήσει τυχόν μεταβολές της κατοικίας του. Αυτές οι μεταβολές καθίστανται αποτελεσματικές έναντι των αντιδίκων από τη δέκατη ημέρα μετά την επίδοση της δήλωσης μεταβολής. Ωστόσο, ο ορισμός κατοικίας στο γραφείο ενός συνηγόρου έχει περιορισμένη λειτουργία, καθώς αποτελεί απλώς ένδειξη της έδρας του πληρεξουσίου.
Ο Άρειος Πάγος διευκρινίζει ότι ο ορισθείς συνήγορος δεν έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την αλλαγή διεύθυνσης του γραφείου του. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον επιδίδοντα να προβεί στις απαραίτητες έρευνες για τον εντοπισμό του νέου τόπου επίδοσης, ακόμη και ελλείψει επίσημης κοινοποίησης από το αντίδικο μέρος. Αυτή η πτυχή είναι θεμελιώδης για τη διασφάλιση της ορθής συνέχισης της φορολογικής διαδικασίας και για την αποφυγή να επηρεάσουν τυπικά λάθη τα δικαιώματα των εμπλεκομένων μερών.
Τόπος επιδόσεων - Κατοικία που έχει οριστεί - Μεταβολές - Υποχρέωση επίδοσης προς το αντίδικο μέρος - Όρια - Κατοικία σε οποιονδήποτε συνήγορο - Μεταβολή επαγγελματικής διεύθυνσης - Επίδοση - Αναζήτηση - Υποχρέωση από τον επιδίδοντα - Θεμελίωση. Στη φορολογική διαδικασία, η υποχρέωση κοινοποίησης των μεταβολών, οι οποίες καθίστανται αποτελεσματικές έναντι των εγγεγραμμένων αντιδίκων από τη δέκατη ημέρα μετά την επίδοση της δήλωσης μεταβολής, της κατοικίας που έχει οριστεί ή της κατοικίας ή της έδρας, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος υπ' αριθμ. 546 του 1992, προβλέπεται για την κατοικία που έχει αυτοβούλως οριστεί από το μέρος, ενώ ο ορισμός κατοικίας από το ίδιο στο γραφείο οποιουδήποτε συνηγόρου, σύμφωνα με το άρθρο 12 του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος, έχει απλώς τη λειτουργία της ένδειξης της έδρας του γραφείου του εν λόγω πληρεξουσίου. Συνεπώς, ο ορισθείς συνήγορος δεν έχει με τη σειρά του την υποχρέωση να κοινοποιήσει την αλλαγή διεύθυνσης του γραφείου του και, αντ' αυτού, εναπόκειται στον επιδίδοντα να προβεί σε κατάλληλες έρευνες για τον εντοπισμό του νέου τόπου επίδοσης, εάν αυτός που γνωρίζει έχει μεταβληθεί, καθώς η επίδοση πρέπει να γίνει στην πραγματική κατοικία του πληρεξουσίου ακόμη και εάν δεν έχει υπάρξει τυπική κοινοποίηση της μεταφοράς στο αντίδικο μέρος.
Συνοψίζοντας, η διάταξη υπ' αριθμ. 10985 του 2024 αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο διευκρίνισης για τα μέρη που εμπλέκονται σε φορολογική διαφορά. Επαναλαμβάνει τη σημασία της τήρησης των κανόνων που αφορούν την κατοικία και τις επιδόσεις, τονίζοντας ότι η ευθύνη για την κοινοποίηση μεταβολών βαρύνει το ενδιαφερόμενο μέρος. Είναι, επομένως, κρίσιμο τα μέρη να γνωρίζουν τις ευθύνες τους και να ενεργούν για να διασφαλίσουν την ορθότητα των κοινοποιήσεων, αποφεύγοντας έτσι πιθανές μελλοντικές διαφορές.